κατοίκιση

κατοίκιση
η (Α κατοίκησις) [κατοικίζω]
ίδρυση αποικίας, αποικισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατοικίσῃ — κατοικίσηι , κατοίκισις settlement fem dat sg (epic) κατοικίζω settle aor subj mid 2nd sg κατοικίζω settle aor subj act 3rd sg κατοικίζω settle fut ind mid 2nd sg κατοικίζω settle aor subj mid 2nd sg κατοικίζω settle aor subj act 3rd sg κατοικίζω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικισμός — ο (Α κατοικισμός) [κατοικίζω] η κατοίκιση …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”